Ο Στάθης Καλύβας τα κάνει (για μια ακόμη φορά) μαντάρα

Ο Στάθης Καλύβας δεν χρειάζεται συστάσεις, είναι πλέον γνωστός για τον αντιδραστικό τρόπο που εξετάζει την περίοδο του Εμφύλιου και την πυκνή αρθρογραφία του στις εφημερίδες, κυρίως στην Καθημερινή ως βασικός αρθρογράφος. Πρόσφατα, έγραψε ένα άρθρο στο οποίο ο προσεκτικός αναγνώστης, που έχει γνώσεις της ιστορίας πέρα από τις φόρμες των σχολικών εγχειρίδιων, θα διαπιστώσει πως τέτοιου είδους παρεμβάσεις συμβάλλουν επικουρικά στη καλλιέργεια και στον έλεγχο μιας νέας πολιτικής συνείδησης που θα υπαγορεύεται από τον απολογιτισμό σκοτεινών εποχών.

Το άρθρο έχει τίτλο Επιστροφή στο παρελθόν;

Κατηγορεί έναν Αμερικανό αρθρογράφο, πως “ο Roger Cohen, ένας από τους σοβαρότερους αρθρογράφους των New York Times, αναπαράγει σε πρόσφατο άρθρο του ένα στερεοτυπικό ιστορικό αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο η ιστορία της Ελλάδας δεν είναι παρά μια διαδοχή καταστροφών: πόλεμοι, εθνοτικές εκκαθαρίσεις, δικτατορικά καθεστώτα και ένας εμφύλιος που τις συνέπειές του υφιστάμεθα έως σήμερα” και καταλήγει ο Στ. Καλύβας, πως “το αφήγημα της Ψωροκώσταινας πάσχει όσο και το αντίστοιχο της ισχυρής Ελλάδας. Και τα δύο γενικεύουν αποκλειστικά από το παρόν, ενώ απλοποιούν ασύστολα την ιστορία.” Η ιστορική σύνοψη του Roger Cohen δεν ενέχει κάποια παρατυπία ώστε να του προσάψει κανείς μια μεροληπτική αντιμετώπιση της νεοελληνικής ιστορίας. Εξάλλου, πρόσφατα ο Μαρκ Μαζάουερ έγραψε άρθρο στους Financial Times όπου κι αυτός ακολουθεί σχεδόν την ίδια γραμμή σε πιο ευρύτερα ιστορικοπολιτικά πλαίσια, αλλά πάντως καταγράφει κι αυτός διάδοχες καταστροφές για τις οποίες διαμαρτύρεται ο Στ. Καλύβας σε άλλες συνθήκες. Ίσως όμως να μην μπορεί να τον κατηγορήσει κι αυτόν ο Στ. Καλύβας καθώς μάς συστήθηκε στο πολυσυζητημένο δοκίμιο του Κόκκινη Τρομοκρατία στο πολύ σημαντικό συλλογικό έργο του Μαζάουερ Μετά τον Πόλεμο.[1] Κι ακόμα παραπέρα, κατηγορήθηκε πολλάκις,  όχι άδικα τις πιο πολλές φορές, πως ισοπεδώνεται σε ένα στερεοτυπικό ιστορικό αφήγημα αφού είναι έκδηλα απολογητής της Λευκής Τρομοκρατίας. Το δοκίμιο του είναι όντως ενδιαφέρον μα τα πορίσματα είναι αυτά που αμφισβητούνται έντονα επειδή γενικεύουν αποκλειστικά από το παρόν, ενώ απλοποιούν ασύστολα την ιστορία.

Στη συνέχεια γράφει το εκπληκτικό, πως “η Ελλάδα ήταν μία από τις πρώτες αποικίες που έφτιαξε εθνικό κράτος”!! Αν έγραφε για την Κύπρο θα ήταν ολόσωστος αλλά εδώ φανερώνει μια σύγχυση – ή μήπως πρόκειται για ακριτομυθία; Η Ελλάδα ήταν αποικία επί τουρκοκρατίας κι όχι τμήμα μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας και ακόμη ευρισκόμενη σε συνθήκες προτεκτοράτου επί Μεγάλων Δυνάμεων το 19ο αιώνα; Του ξέφυγε η παραδοχή πως, μετά το 1827, τελικά ήμασταν σχεδόν αγγλική αποικία λόγω του Κάνιγκ και του έχουμε άγαλμα στην ομώνυμη πλατεία, όπως τα λέει σκωπτικά ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο γνωστό μπεστ σέλερ του;[2]

Παρακάτω θεωρεί πως “παρά τα όσα γράφονται σήμερα, η Ελλάδα έζησε κυρίως σε καθεστώς ειρήνης και δημοκρατίας και όχι κάτω από εμπόλεμες ή δικτατορικές συνθήκες.” Αν εννοεί ειρήνη και δημοκρατία και τις εξαιρετικά προβληματικές εποχές της συγκυβέρνησης Παλατιού και ΕΡΕ, που οδήγησαν στις εκλογές βίας και νοθείας το 1961 μέχρι την επταετή χούντα, τότε έχουμε ένα πρόβλημα αντίληψης και ερμηνείας από μέρους του Στ. Καλύβα. Γιατί μπορούμε να πούμε με σχετική ασφάλεια πως η μόνη περίοδος που υπήρξε μια δημοκρατία χωρίς προφανείς παρεκτροπές είναι η Μεταπολίτευση, που χάρη στη χούντα ξεφορτώθηκε λυτρωτικά την τυραννία της βασιλείας.[3] Εξαιρούμε βέβαια και την περίοδο του 19ου αιώνα διότι τότε υπήρξε ασφυκτικό μοναρχικό πολίτευμα με ελάχιστο δημοκρατικό πασπάλισμα.[4] Όπως εξαιρούμε και τις τραγελαφικές κυβερνήσεις των αρχών του 20ου αιώνα μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με τα δικτατορικά καθεστώτα αλλά και τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα του Ελευθέριου Βενιζέλου.[5] Ο ασφυκτικός έλεγχος στην ύπαιθρο, οι εκκαθαρίσεις και η καταπίεση στις μειονότητες, οι διώξεις, οι εκτοπίσεις και οι εξορίες αντιφρονούντων αλλά και οι επαναλαμβανόμενες όσο και διαρκείς οικονομικές κρίσεις μάλλον παραπέμπουν περισσότερο σε μια εξαιρετικά βάναυση ειρήνη (για να δανειστούμε μια πετυχημένη έκφραση του Μαζάουερ) παρά σε μια ομαλή δημοκρατική μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας.

Έπειτα συμπληρώνει τον παραπάνω συλλογισμό του: “Εντέλει, δεν περνάς από τον τρίτο στον πρώτο κόσμο, ούτε φτάνεις να είσαι μέσα στις τριάντα πιο πλούσιες χώρες του κόσμου μέσω απάτης και κοροϊδίας.” Δεν θα εξετάσουμε εδώ το γεγονός για το αν είμαστε πράγματι μέσα στις τριάντα πλουσιότερες χώρες με την κρίση του χρέους (της Ευρώπης; της υφηλίου;), το υπόρρητο εδώ είναι πως ο Έλληνας τα καταφέρνει διότι είναι “μάγκας”. Ουδέν ψευδέστερο. Η Ελλάδα κατάφερε να ανορθωθεί και να επιβιώνει μέσα από περίπλοκες διαδικασίες που συνεργεί απόλυτα την εξωτερική παρέμβαση: η σύγχρονη Ελλάδα έπρεπε να υπάρξει – όπως αργότερα και τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη – διότι το αργοσαπισμένο πτώμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν πια διαχειρίσιμο σε ευρύτερα γεωπολιτικά πλαίσια.

Στη συνέχεια, “η πορεία αυτή έχει πολλά και σύνθετα αίτια. Κατά τη γνώμη μου όμως, το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν η επιτυχής επιλογή ισχυρών συμμαχιών, αφού μια μικρή χώρα δεν μπορεί να σταθεί μόνη της. […] Αντίθετα, οι μεγάλες εθνικές τραγωδίες ήρθαν ως επιστέγασμα της εγκατάλειψης των συμμαχιών αυτών: τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής ή της διχοτόμησης της Κύπρου.” Στην περίπτωση της Μικρασιατικής Καταστροφής γνωρίζουμε πλέον πάρα πολλά πράγματα εδώ και πολύ καιρό, πως αυτή επήλθε κυρίως από την εδαφική πλεονεξία και τα στρατηγικά λάθη – που οδήγησαν στη θλιβερή δίκη των Έξι – και παράλληλα από το χάσιμο του ελέγχου των Μεγάλων Δυνάμεων επάνω στην αποθρασυμένη πλέον ελληνική ηγεσία.[6] Αλλά και η τραγωδία της Κύπρου βγάζει μάτι: βαφτίζει “εγκατάλειψη συμμαχιών” τη διχαστική δράση του Γρίβα και τις ΕΟΚΑ, τα πραξικοπήματα κατά του Μακάριου και την, εντέλει, εγκληματική πολιτική της χούντας που οδήγησε στον Αττίλα. Φταίνε οι άλλοι, όχι εμείς. Το γνωστό “πατριωτικό” ρητορικό κόλπο που πετάει τη μπάλα στην εξέδρα, κάπου εκεί θα γυροφέρνει και ο συνήθης ύποπτος Κίσινγκερ. Κι ακόμα περιμένουμε το πλήρες άνοιγμα του φακέλου της Κύπρου…

Εδώ τώρα τα μπερδεύει πολύ, “η επιλογή συμμαχιών είναι συνάρτηση της ποιότητας των πολιτικών ηγεσιών. Η συμβολή του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή (αλλά και του Ιωάννη Μεταξά!), υπήρξε ως προς αυτό καταλυτική. Αν εξετάσει κανείς την πολιτεία τους, θα διαπιστώσει πως πολλές φορές εξεβίασαν καταστάσεις, σπρώχνοντας την Ελλάδα στα όριά της ή και λίγο πιο πέρα απ’ αυτά, συχνά χωρίς να διαθέτουν την υποστήριξη της πλειοψηφίας του λαού.” Η διατύπωση της σκέψης του φαίνεται κατανοητή στο μέσο αναγνώστη αλλά στην ουσία είναι απλοϊκά ύπουλη. Πέρα από την εξομοίωση του Βενιζέλου και του Καραμανλή – και παρακάτω του Σημίτη – με τον Μεταξά, το πρόβλημα που ανακύπτει είναι πως βγάζει ένα έμμεσο πόρισμα πως οι Έλληνες ηγέτες επέλεξαν τις “σωστές” συμμαχίες κόντρα στις επιλογές του λαού τους ακριβώς διότι ήταν οι “σωστές” κατ’ αυτούς επειδή το συμφέρον του έθνους ήταν πάνω από αυτούς. Οπότε δεν διστάζει να απονείμει τα θετικά εύσημα στον Μεταξά (φροντίζοντας να τον “υποβαθμίσει” σε παρένθεση αλλά τελικά με αυτό τον τρόπο υπερτονίζει τυπογραφικά το ρόλο του) λόγω της ελληνοβρετανικής προσέγγισης και  συγκρίνοντάς τον ανεδαφικά με τον επεκτατισμό του Βενιζέλου. Μόνο που κι εδώ η αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική. Είναι εμφανές πως ακολουθεί τις απόψεις του ιστορικού Ιωάννη Κολιόπουλου στο βιβλίο Η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος του ‘40, ένα πολύ ενδιαφέρον έργο, που προσεγγίζει, κάπως μονοδιάστατα είναι η αλήθεια, μέσα από τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις την εξωτερική πολιτική της 4ης Αυγούστου (επίσης ένα ομότιτλο και εξαιρετικό βιβλίο του Σπύρου Λιναρδάτου). Γενικά ο Κολιόπουλος είναι πολύ προσεκτικός στις διατυπώσεις του αλλά δεν κρύβει εντελώς πως αποδέχεται τον ωφελιμιστικό χαρακτήρα της ελληνοβρετανικής συμμαχίας, που όμως οδήγησε στα καταστροφικά Δεκεμβριανά του ‘44 και στον επερχόμενο εμφύλιο. Η παγίδα βρίσκεται εδώ: δεν ήταν η Ελλάδα που έκανε τις σωστές επιλογές αλλά πιέστηκε από τον βρετανικό παράγοντα να προσδεθεί στο άρμα του. Αυτή είναι η εξήγηση που ο γερμανόφιλος Μεταξάς κατέληξε ως αγγλόφιλος διότι προφανώς καταλάβαινε από νωρίς, και λόγω της δεδηλωμένης αγγλόφιλης πολιτικής του εντολοδόχου βασιλιά Γεωργίου Α’, προς τα που φύσαγε ο άνεμος. Κοινώς, συμφέροντα ακολουθούσε και εξυπηρετούσε κι όχι καθοδηγούμενος από κάποιο υψηλό πολιτικό ένστικτο. Πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιο πως το μυθικό ΟΧΙ υπαγορεύτηκε από την αγγλική πολιτική εξαιτίας της πολύχρονης προβληματικής διπλωματίας με την Ιταλία του Μουσολίνι. [7]

Έπειτα, η αναφορά στους δύο Βαλκανικούς πολέμους είναι πολλαπλά άστοχη. Διότι στον πρώτο είχαμε συμμαχία Ελλάδας – Σερβίας – Βουλγαρίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στον δεύτερο τη συμμαχία Ελλάδας – Σερβίας εναντίον της Βουλγαρίας όταν η τελευταία προέβαλλε επιθετικές εδαφικές αξιώσεις σε βάρος των άλλων δύο νέων χωρών. Από την άλλη, η Σερβία ποτέ δεν ήταν σταθερή σύμμαχος μας, άλλος μύθος κι αυτός η διαχρονική ελληνοσερβική συμμαχία, προέβαλλε κι αυτή πολλές αξιώσεις εκμεταλλευόμενη το σλαβόφωνο στοιχείο της Μακεδονίας, παρέα με τη Ρουμανία μερικές φορές λόγω του βλαχόφωνου πληθυσμού, με τελικό αποτέλεσμα πως όταν δημιουργήθηκε η Γιουγκοσλαβία, το διευθυντήριο του τιτοϊκού Βελιγραδίου να δημιουργεί, σε αγαστή σύμπνοια με το δικό μας ΥΠΕΞ,  πολλά προσκόμματα ανάλογα με τον εκατέρωθεν πολιτικό καιροσκοπισμό. Η πρόσφατη “συμμαχία” μας με τον εθνικιστή εγκληματία Μιλόσεβιτς καλό θα είναι να ειδωθεί – και να το αποδεχτούμε επιτέλους – ως ένα δυσάρεστο όσο και ανεπανόρθωτα ντροπιαστικό ανέκδοτο, που κόστισε πολλές δεκάδες χιλιάδες ζωές στο όνομα της “ορθόδοξης χριστιανικής αλληλεγγύης”. Κι επιπλέον, αν η Σερβία των αρχών του 20ου αιώνα είχε περισσότερο διασφαλισμένα τα εδάφη της και την πολιτικοστρατιωτική ισχύ της ενισχυμένη, δεν θα είχε απολύτως κανένα ενδοιασμό να προσαρτήσει τα εδάφη της Μακεδονίας και να καταλάβει την περιπόθητη Θεσσαλονίκη.[8]

Είναι περισσότερο φανερό από πριν πως εδώ η αντίληψη του Στάθη Καλύβα ορίζεται από καθαρά εθνικιστικά κριτήρια. Οι ανακρίβειες, οι ακροβασίες και οι στρεψοδικίες του άρθρου του, σε περίβλεπτη θέση σε μια ακραία νεοφιλελεύθερη εφημερίδα, καταδεικνύουν ένα σκέλος από μια οργανωμένη εκστρατεία επανατοποθέτησης της νεοελληνικής ταυτότητας στις αντιλήψεις των δεκαετιών του ’50 και του ‘60 μέσα στα νέα πλαίσια που φέρνει η σημερινή πολιτική και ιδεολογική κρίση. Το δηλώνει έμμεσα με το δήθεν καταφατικό ρητορικό ερώτημα στον τίτλο του άρθρου: “Επιστροφή στο παρελθόν;” Ουσιαστικά ο Στάθης Καλύβας είναι ένας από τους άφθονους εκπροσώπους ενός νέου ρεύματος που εμφορείται από το πνεύμα του Εθνικού Διχασμού, ακόμα κι όταν δεν το επιδιώκουν εκούσια. Αντί να τον κρίνουν και να τον προσπεράσουν, αναδημιουργούν και προλειαίνουν εκ νέου τις συνθήκες των αρχών του 20ού αιώνα. Δεν είναι τόσο παράδοξη αυτή η τακτική, η παγκόσμια οικονομική κρίση φέρνει στο προσκήνιο την εσωτερική ανασφάλεια για το μέλλον μιας χώρας. Πολύ συχνά, μια νομισματική κρίση μετακυλίεται σε κρίση εθνικής ταυτότητας και κυριαρχίας. Η δημαγωγία τρυπώνει εύκολα στις συνειδήσεις και κατασκευάζει απλά και εύπεπτα συνθήματα για να τις χειραγωγήσει.

Είναι πολύ χαρακτηριστική η αυτάρεσκη δήλωση του Αδόλφου Χίτλερ προς τον καγκελάριο Μπρύνινγκ, όταν αυτός ήταν ακόμα αρχηγός του NSPD στο Ράιχσταγκ, “η θεμελιώδης θέση της δημοκρατίας είναι: όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό.” [9] Δεν την ορίζει, λοιπόν, μόνο το ελληνικό σύνταγμα…

Αλλά επειδή εδώ τώρα προκύπτουν κι άλλα ζητήματα, που ξεφεύγουν από τα όρια του παρόντος κειμένου, θα συνεχίσουμε στο επόμενο.

Σημειώσεις

[1] Μαρκ Μαζάουερ, Μετά τον Πόλεμο, εκδ. Αλεξάνδρεια. Ο πλήρης τίτλος του Στ. Καλύβα, Κόκκινη Τρομοκρατία: η βία της Αριστεράς στην Κατοχή. Αντιγράφω από τη σελ 161 για να καταδείξω τις προθέσεις του συγγραφέα: “η κατάρρευση της ιδεολογικής ηγεμονίας της Δεξιάς το 1974 διέγραψε όλες τις αναφορές στην αριστερή τρομοκρατία. Πράγματι, η πρόσφατη επιστημονική ιστορική έρευνα τείνει να παραβλέπει, να ελαχιστοποιεί ή να εξωραΐζει την αριστερή τρομοκρατία.”

[2] Βασ. Ραφαηλίδη, Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους, εκδ Εικοστού Πρώτου, σελ 14-15.

[3] Να σημειώσω εδώ πως τα ογκώδη έργα του Σόλωνα Ν. Γρηγοριάδη, του Σπύρου Λιναρδάτου αλλά και του Σπύρου Μαρκεζίνη είναι αποκαλυπτικά για το πόσο “ειρηνική” και “δημοκρατική” υπήρξε αυτή η περίοδος. Ο Ηλίας Πετρόπουλος θεωρούσε μάλιστα πως η περίοδος Καραμανλή και του Παλατιού ήταν χειρότερη κι από τον Εμφύλιο (η δήλωση παρατίθεται από τον Ιό της “Ε”).

[4] Εξαιρετικά διαφωτιστικός είναι ο Νίκος Αλιβιζάτος στο πρόσφατο βιβλίο του Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του, εκδ Πόλις. Στην εισαγωγή (σελ 21), για τον 19ο αιώνα, παρατηρεί πως οι προεστοί χρησιμοποιούσαν το Σύνταγμα για να επανέλθουν με “δημοκρατικά μέσα” στην εξουσία. Παρακάτω, στη σελ 97: “Από τις επτά κοινοβουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν κατά την περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας (1844, 1847, 1850, 1853, 1856, 1859 και 1860), μόνον τις πρώτες έχασε η κυβέρνηση που τις διεξήγαγε […]. Σε αυτό συνέτειναν πολλοί παράγοντες, από τους οποίου ξεχώριζαν οι κάθε είδους πιέσεις που ασκούνταν εις βάρος των εκλογέων, είτε απ’ ευθείας μέσω του κρατικού μηχανισμού -του στρατού προπάντων, και της χωροφυλακής- είτε εμμέσως, μέσω της ληστείας, που ανθούσε εκείνα τα χρόνια στην ελληνική ύπαιθρο και την οποία υπέθαλπαν διάφοροι τοπικοί παράγοντες, αποβλέποντας σε οφέλη.”

[5] “Σε αυτές τις περιόδους, για μεγάλα διαστήματα, οι παρεκβάσεις από την κοινοβουλευτική κανονικότητα ήταν πολλές, και οι αλλοιώσεις του Συντάγματος ακόμη περισσότερες.” Αλιβιζάτος οπ. σελ 20.

[6] Το αποκαλυπτικό βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου Πόλεμος και Εθνοκάθαρση, εκδ Βιβλιόραμα, παραθέτει σημαντικές πρωτογενείς όσο και αποσιωπημένες πηγές, τις αυτοβιογραφίες στρατιωτών του μικρασιατικού μετώπου και άγνωστα κυβερνητικά ντοκουμέντα για να καταδείξει τη φαυλότητα της βίας. Μας δίνει την εξής χαρακτηριστική πληροφορία για το πως αντιμετώπιζε η ελληνική πολιτική και στρατιωτική σκηνή τους Έλληνες Μικρασιάτες, ο διαβόητος ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη Αριστείδης Στεργιάδης, διορισμένος από τον Βενιζέλο, δηλώνει λίγο πριν την ολοσχερή καταστροφή, σελ 138: “Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα”! Η εξήγηση βέβαια είναι πως ουσιαστικά διατάχτηκε από την κυβέρνηση του Δημ. Ράλλη “να μην δημιουργήσει προσφυγικό ζήτημα” προ της επερχόμενης καταστροφής για να παραμείνουν τα ερείσματα των ελληνικών συμφερόντων. Πολλές όσο και πικρές αναφορές για τον Στεργιάδη κάνει και ο Τζον Χόρτον στη Μάστιγα της Ασίας.

[7] Είναι χαρακτηριστικό πως ο Ι. Κολιόπουλος αποφεύγει να πάρει θέση για τα πραγματικά συμβάντα  γύρω από το ΟΧΙ διότι, όπως γράφει ο ίδιος, δεν ανήκει στη θεματολογία του βιβλίου του! Μια πολύ κομψή κίνηση από μέρους του…

[8] Το βιβλίο της Λένας Διβάνη Ελλάδα και Μειονότητες, εκδ Καστανιώτη, παραθέτει άφθονα τεκμήρια για τις διπλωματικές διελκυστίνδες μεταξύ των βαλκανικών χωρών χάρη στην πολιτική εκμετάλλευση των μειονοτήτων τους. Από την άλλη, οι Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες του Γιώργου Μαργαρίτη, εκδ Βιβλιόραμα, ξεκαθαρίζουν πολύ καλά το θολό τοπίο γύρω από την υπόθεση των Τσάμηδων αποκαλύπτοντας μια από τις πιο σκοτεινές και ηθελημένα ξεχασμένες σελίδες της βαλκανικής ιστορίας.

[9] Μαρκ Μαζάουερ, Σκοτεινή Ήπειρος, εκδ Αλεξάνδρεια, σελ 44.

Πολύ κακό για το τίποτα

Στην σημερινή Ελευθεροτυπία γίνεται μια παρουσίαση ενός φωτογραφικού λευκώματος μιας καθηγήτριας «πολιτισμικής ιστορίας» (υπάρχει τέτοιο πράμα;) σχετικά με τα αμερικανικά νεκροταφεία. Αντιγράφω ένα σημείο από τη συνέντευξη με τη συγγραφέα:

Ποιος είναι ο πιο «παράξενος» τάφος που έχετε ανακαλύψει;

«Δεν μπορώ να σκεφτώ τον πιο «παράξενο». Ενας από αυτούς, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο μας και είναι ο τρομακτικότερος όλων, ανήκει στον Αμερικανό συνθέτη Τσαρλς Μπάλμερ (1817-1892)».

Πάω στον Γούγλη να δω τι το ιδιαίτερο έχει ο τάφος ενός μουσικού που η πιο αξιομνημόνευτη στιγμή του μάλλον ήταν να διευθύνει την ορχήστρα στην κηδεία του Αβραάμ Λίνκολν. Βρήκα τη φωτογραφία στο findagrave.com.

Εγώ προσωπικά περίμενα κάτι σαν αυτό:

Δεν το είπε ο Σαμαράς: Το βιβλίο είναι είδος πολυτελείας

 

Και κιλίιιιιιιμια έχετε βλέπω!
Και κιλίιιιιιιμια έχετε βλέπω!

Τα βιβλία δεν αποτελούν «πολυτέλεια», αλλά βασική ανάγκη για να κρατήσουμε ζωντανό το Λόγο σε μια κοινωνία που γίνεται όλο και πιο «εικονική», τόνισε ο υπουργός Πολιτισμού, Αντώνης Σαμαράς, εγκαινιάζοντας, το βράδυ της Παρασκευής, την 32η Γιορτή Βιβλίου.

Τι προκύπτει από τη χρήση του όρου «βασική ανάγκη»; Ότι όπως και τα αγαθά πρώτης ανάγκης φορολογούνται με 18%, έτσι και το βιβλίο ως «βασική ανάγκη» θα φορολογείται εξίσου τόσο.

Και λίγο παρακάτω:

«Πολιτική για το βιβλίο είναι να πηγαίνουν τα βιβλία πιο κοντά στους ανθρώπους και τα χρήματα πιο κοντά στους δημιουργούς τους», τόνισε ο Αντώνης Σαμαράς

Όπως πολιτική για τα τρόφιμα είναι να πηγαίνουν οι ντομάτες πιο κοντά στους ανθρώπους και τα χρήματα πιο κοντά στους παραγωγούς. So what?

Πηγή: enet.gr

Γιατί η καλύτερη ψήφος είναι η αγορά του βιβλίου

Πρέπει να είναι η τέταρτη φορά που λαμβάνω – έμμεση ή άμεση – πρόσκληση να συμμετάσχω στην ψηφοφορία για το «Βραβείο Αναγνωστών 2008» που διοργανώνει το ΕΚΕΒΙ. Να ξεκαθαρίσω το ζήτημα λοιπόν γιατί έχει καταντήσει πάρα πολύ κουραστικό: δεν συμμετέχω/δεν ψηφίζω σε στημένες ανοησίες. Κατά πρώτο λόγο, δεν έχω διαβάσει κανένα από τα μυθιστορήματα που «προτείνονται» και δεν πρόκειται να αγοράσω τα περισσότερα της λίστας, έχω υπόψη μου δυο τρία αλλά με περιμένουν αδιάβαστα 3-4 βιβλία κι έχω άλλα τόσα να αγοράσω ανυπόμονα μέχρι τις γιορτές. Δεν θα με πιέσει μια ανοησία και να πληρώνω κι από πάνω για sms, αυτά είναι για την eurovision. Κατά δεύτερο, στη λίστα του ΕΚΕΒΙ υπάρχουν 14 βιβλία και γεννάται το εξής ερώτημα, αυτοί που θα ψηφίσουν έχουν διαβάσει και τα 14 προκειμένου να είναι δίκαιοι; Ας μην περιμένω καλύτερα την απάντηση σε ρητορικά ερωτήματα. Τρίτος λόγος, η προβλεψιμότητα όσο και η επανάληψη αρκετών τρανταχτών ονομάτων δεν πείθει για την ειλικρίνεια των προθέσεων, το πράμα μυρίζει από μακρυά ότι πρόκειται για δημόσιες σχέσεις. Δεν υπάρχει αυτό το κάτι, το επιπλέον, το καινοφανές, που να εξάπτει την περιέργεια στις συμμετοχές, όλα είναι εκ του ασφαλούς στημένα και δυο τρία «μικρά» ονόματα πιθανότατα μπήκαν για το θεαθήναι.

Κι αν ψήφιζα στα τυφλά, που δεν θα ψηφίσω λέμε, θα έριχνα την ψήφο μου στον Γιώργο Λεονάρδο γιατί γενικά τα βιβλία του δεν «μεγαλοπιάνονται». Είναι ακριβώς αυτό που ήδη υπόσχονται από τον τίτλο τους, ξέρεις τι θα διαβάσεις και στην τελική περνάς καλά.

Για την ιστορία, παραθέτω την ενοχλητική λίστα που ζητά την ελεημοσύνη μας.

* Πανδαιμόνιο του Κώστα Ακρίβου στις εκδόσεις Μεταίχμιο
* Η αηδονόπιτα του Ισίδωρου Ζουργού στις εκδόσεις Πατάκης
* Ανεπίδοτοι έρωτες του Περικλή Κοροβέση στις εκδόσεις Ηλέκτρα
* Η Μαρία των Μογγόλων της Μαριάννας Κορομηλά στις εκδόσεις Πατάκη
* Τι ζητούν οι βάρβαροι του Δημοσθένη Κούρτοβικ στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
* Ο τελευταίος Παλαιολόγος του Γιώργου Λεονάρδου στις εκδόσεις Λιβάνη
* Αλδεβαράν του Παύλου Μάτεσι στις εκδόσεις Καστανιώτη
* Τηλεμάχου Οδύσσεια του Δημήτρη Μίγγα στις εκδόσεις Μεταίχμιο
* Όλα σου τα μαθα, μα ξέχασα μια λέξη του Δημήτρη Μπουραντά στις εκδόσεις Πατάκη
* Του φιδιού το γάλα του Γιάννη Ξανθούλη στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
* Η Μεγάλη Άμμος του Βαγγέλη Ραπτόπουλου στις εκδόσεις Κέδρος
* Βίλα Κόμπρε του Αλέξη Σταμάτη στις εκδόσεις Καστανιώτη
* Φτερά από μετάξι της Πασχαλίας Τραυλού στις εκδόσεις Ψυχογιός
* Ραγδαία επιδείνωση του Θανάση Χειμωνά στις εκδόσεις Πατάκη

Τι διαβάζω τώρα;
Βασίλη Νόττα, δύο βιβλία του, το Μ.Π.Α.Μ. και το Πολυτεχνείο Τρέμει. Ακολουθεί ο Πέρσιβαλ Έβερετ με την Αμερικανική Έρημο, άργησα να το πάρω αυτό.

Και τι θα πάρω άμεσα;
Ρίτσαρντ Ντώκινς, η Περί Θεού Αυταπάτη, άλλη μια αγορά που την καθυστέρησα υπερβολικά, παρόλο που διάβασα ήδη εκτενή αποσπάσματα από ένα φίλο μου, και την Δημιουργική Γραφή για μελλοντικούς ομότεχνους της Πόλυ Μηλιώρη, ένα θέμα που με ενδιαφέρει πάρα πολύ και θα το συνδυάσω και με το Περί Συγγραφής του Στήβεν Κινγκ.

Και στην τελική, υπάρχει ένα βιβλίο από τη λίστα του ΕΚΕΒΙ που θα το πάρω άμεσα, αλλά δεν θα σας αποκαλύψω ποιό είναι. Γιατί η καλύτερη ψήφος είναι η αγορά του βιβλίου.

Μία συνοπτική αποτίμηση του παζαριού της Κλαυθμώνος

Banshee: Θες να πάμε στο παζάρι βιβλίου; Γίνεται ακόμα;

Εγώ: Τελειώνει απόψε στις 21:45 και αύριο είναι η τελευταία μέρα.

Banshee: Ωραία, να πάμε αύριο το πρωί τότε! Να μην τρέχουμε τώρα με άγχος. Τι λες κι εσύ; Και μετά πίνουμε και καφέ εννοείται!

Εγώ: Συμφωνώ. Ώρα, τόπος;

Banshee: Ρε συ, εδώ βλέπω ότι δεν έχει ξεκινήσει ακόμα

http://news.pathfinder.gr/culture/books/288140.html (*)

Εγώ: Μαλακίες γράφει, εγώ πήγα πριν 4 μέρες εκεί. Ιδού όλη η αλήθεια για τους Εβραίους:

http://www.skai.gr/master_story.php?id=36994

Banshee: Χαχαχα, τι παραπληροφόρηση! Οκ, θες τότε να πούμε ραντεβού στις 12.30 το μεσημέρι στην Ομόνοια, έξω από τα Έβερεστ;

Εγώ: Το αυτό. Έγινε.

__________

(*) Η μαλακία είναι ότι αν κάνετε αναζήτηση στο γούγλη με τον όρο «παζάρι βιβλίου», βγαίνει πρώτη η συγκεκριμένη είδηση η οποία είναι του… 2006! Και η χρονολογία είναι σχεδόν αόρατη…

Συμπεράσματα:

 

  1. Το Pathfinder.gr έχει χάσει κάθε εκτίμηση, όχι πως είχε ποτέ άλλοτε. Ας ήταν εμφανής η αναφορά στο άρθρο περί του 2006.

  2. Συμφωνώ απόλυτα με τη φίλη Banshee στο ποστ που έγραψε για το παλαιολιθικό παζάρι, είχα αναφερθεί επιγραμματικά στο δικό μου και συμφώνησε σε σχόλιο η Gatti.

  3. Κάθε πέρσι και καλύτερα. Οι φετινοί τίτλοι ήταν πολύ φτωχοί σε ποσότητα όσο και ποιότητα.

  4. Αυτή η λογική του «Π» στο περίπτερο του παζαριού είναι ελεεινή. Όλα τα βιβλία σε μια σειρά χωρίς κενά και οι πελάτες να πηγαίνουν σαν τις αγελάδες. Να αλλάξουν καλύτερα χώρο για να στήσουν πιο ευέλικτο, φιλικό και λειτουργικό περίπτερο.

  5. Κάποιες «οργανώσεις» – ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε – καλό είναι να κόψουν τις μαλακίες με το να «χώνουν» μπροσούρες ανάμεσα στα βιβλία. Εκτός του ότι γίνονται αντιπαθητικοί υιοθετώντας ξεπερασμένες κνίτικες νοοτροπίες της δεκαετίας του ’70, καταλήγουν και μίζεροι. Βιβλία πήγαμε να αγοράσουμε, όχι για να μας κάνουν κατήχηση.

 

Η Banshee γράφει ανάμεσα στα άλλα:

Απορώ: ξέρουν οι άνθρωποι εδώ στην Ελλάδα τι σημαίνει “bazaar”;;; Γνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ παζαριού και παλιοβιβλιοπωλείου;;; Το νόημα του bazaar, από όσα γνωρίζω και όσα έχω δει έξω, είναι να βγάζουν οι εκδότες για λίγες μέρες τους τίτλους τους σε χαμηλές τιμές. Οκ, ας βγάλουν λίγα αντίτυπα, δεν είπα να βάλουν εκατό αντίτυπα από κάθε μπεστ σέλλερ τους. Ας βάλουν δέκα όμως, και όποιος προλάβει. Αυτό είναι το κόνσεπτ του παζαριού. Για διαφήμιση και για κέρδος. Μου φαίνεται όμως πως στην Ελλάδα μπερδεύουν το bazaar με το γιουσουρούμ…

 

 

Απολογισμός:

 

Horace Walpole: Το κάστρο του Οτράντο, εκδόσεις Αίολος. 2,50€

Είναι το πρώτο «γοτθικό μυθιστόρημα» που όρισε το είδος αυτής της λογοτεχνίας πριν την αποθέωση του Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλεϋ και του Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ. Αριστούργημα στο είδος του.

Adolfo Bioy Casares: Σχέδιο Διαφυγής, εκδόσεις Μέδουσα. 3€

Ενδιαφέρον θέμα από ένα σημαντικό συγγραφέα αλλά η μετάφραση με κούρασε μόλις το έπιασα να το διαβάσω. Κακή επιλογή.

Beroul: Τριστάνος και Ιζόλδη, εκδόσεις Ενάλιος. 3€

Το γαλλικό έπος ενός Νορμανδού τροβαδούρου του 12ου αιώνα, η απαρχή μιας από τις γοητευτικότερες ιστορίες της λογοτεχνίας και της όπερας.

Samuel Butler: Έρεβον, εκδόσεις Αίολος. 5€

Μία σατιρική ουτοπία, μία Πολιτεία από την ανάποδη με εμφανείς αιχμές κατά του πολιτικού και του θρησκευτικού συστήματος της εποχής του. Must!

Jules Vern: Η μέρα ενός Αμερικανού δημοσιογράφου στα 2889 – Ο Αιώνιος Αδάμ, εκδόσεις Ύψιλον. 2,50€

Δύο έξοχες νουβέλες του μάγου της επιστημονικής φαντασίας σε πλήρεις μεταφράσεις.

Αναστασία Δ. Βακαλούδη: Η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο στο πρώιμο Βυζάντιο (4ος – 7ος μ.Χ. αι.), εκδόσεις Ενάλιος. 5,50€

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη διατριβή επάνω σε ένα θέμα που ελάχιστα αγγίζεται με σοβαρότητα και συνέπεια από τους συνήθεις υπόπτους της θολομεταφυσικούρας.

J.B. Bury & Russel Meiggs, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος, 2ος τόμος, εκδόσεις Καρδαμίτσα. 3,50€

Αν και πρωτοεκδόθηκε το 1900, γνώρισε απανωτές ανατυπώσεις και άλλες τρεις αναθεωρημένες εκδόσεις. Η ελληνική έκδοση ακολουθεί εκείνη του 1975. Εξαιρετική παρουσίαση της ιστορίας μας, γραμμένη με εμβρίθεια και ακαδημαϊκή ευσυνειδησία. Θα αναζητήσω οπωσδήποτε τους άλλους δύο τόμους.

Ορφέως, Αργοναυτικά Ύμνοι Περί Λίθων, σε μετάφραση της Τώνιας Μαρκετάκη, εκδόσεις Εξάντας. 5,50€

Ελάχιστα μεταφρασμένα τρία από τα βασικά έργα της ομηρικής περιόδου σε στρωτές αποδόσεις από την πρόωρα χαμένη Τ. Μαρκετάκη.

Χαρτοπολτός; Ποιός χαρτοπολτός;

paper-pulp.JPG

Τα βιβλία ζητάνε την προσοχή σας για την επιβίωσή τους και μας υπενθυμίζουν πως η γνώση και η δημιουργία είναι παρακαταθήκη για τον πολιτισμό. Αλλά πώς γίνεται φέτος, όπως και τις τελευταίες χρονιές, να βλέπω στο ετήσιο παζάρι της Κλαυθμώνος βιβλία εικοσαετίας, ακόμη και τριακονταετίας, να είναι τα ίδια και φέτος όπως τις άλλες χρονιές ή διαφορετικά, να είναι εμφανέστατη η ηλικία τους όταν δεν έχουν διανεμηθεί άλλοτε με αυτόν τον τρόπο; Εντάξει, που το κακό θα μου πείτε αλλά δεν ανέχομαι πλέον τη μόνιμη καραμέλα του χαρτοπολτού. Κάποιοι εκδότες μάς δουλεύουν…

Απεργία στην σκέψη

Κυκλοφορεί σε μερικά ιστολόγια – αλλά σε κανένα από τα βιβλιοφιλικά – μια ανακοίνωση εργαζομένων στο χώρο του βιβλίου για τη σημερινή απεργία τους. Την βρήκα ολόκληρη στο Ποείν του Σωτήρη Παστάκα οπότε πριν συνεχίσετε την ανάγνωση του παρόντος ποστ διαβάστε την ανακοίνωση πρώτα από κει.

Με προβλημάτισε πολύ η επιχειρηματολογία, το ύφος και η επιθετικότητα του κειμένου, είναι ξεκάθαρη η προέλευση της ιδεολογίας του αλλά τα επιχειρήματα είναι από προβληματικά έως έωλα. Η βιομηχανία του βιβλίου είναι μία εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία για να μας προσφερθεί αυτή η απόλυτη ισοπέδωση της καταγγελίας και των αιτημάτων των απεργών. Κατ’ αρχήν, τι σημαίνει «εργαζόμενος στο χώρο του βιβλίου»; Είναι αρκετοί οι κλάδοι των ειδικοτήτων στη γραμμή παραγωγής του βιβλίου. Δεν απεργεί, φαίνεται, μόνο ο τυπογράφος, ο στοιχειοθέτης (στην εποχή των Η/Υ υπάρχουν ακόμη αυτοί;), ο έμπορος χάρτου (συμπεριλαμβάνεται;), ο διακινητής (συμπεριλαμβάνεται;), ενδεχομένως ακόμα και οι γραμματείς των εκδοτικών οίκων (είπαμε κι ένα αστείο τώρα), αλλά και ο υπάλληλος πωλητής… άλλος; Ο πωλητής. Αυτή η απεργία καλεί τους πωλητές, όπου πωλητής νοείται ο υπάλληλος του βιβλιοπωλείου; Γιατί εδώ βρίσκω την πρώτη μεγάλη αδικία, η απόλυτη ισοπέδωση. Γιατί τονίζουν μεν τα «παλάτια» και τις «αλυσίδες» καταστημάτων, αλλά η προτροπή τους να μην αγοράσει κανείς τίποτα από κανένα βιβλιοπωλείο σήμερα δεν αποκλείει τους ιδιοκτήτες μικρών μαγαζιών, είτε στο κέντρο (που είναι ο κύριος στόχος τους) είτε τα συνοικιακά βιβλιοπωλεία που στην πλειοψηφία τους φυτοζωούν. Είναι κρίμα που δεν έχουν κάνει σαφή διαχωρισμό επειδή έτσι χτυπάνε και τους «μικρούς». Θα συναινέσω στην απεργία στερώντας από τον συνοικιακό βιβλιοπώλη ένα μέρος των σημερινών πενιχρών εσόδων του;

Να ανοίξω μια σημαντική παρένθεση εδώ. Αν ένα κεντρικό μεγάλο βιβλιοπωλείο τιμολογεί ένα βιβλίο με 2 ευρώ κάτω από την τιμή του εκδότη, όσο συνήθως είναι η «έκπτωση» για μεγάλους τίτλους, και ο συνοικιακός βιβλιοπώλης το πουλάει στην κανονική τιμή θα προτιμήσω τον δεύτερο. Για ένα πολύ απλό λόγο: τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής (εισιτήρια, νερό, τυρόπιτες κοκ) προς το κεντρικό βιβλιοπωλείο μπορούν να υπερβούν άνετα την αρχική τιμή του βιβλίου. Ακόμα κι αν θες δύο βιβλία. Και τρία άμα λάχει, αν είναι παραπάνω τότε έχει νόημα να πας «εκδρομή» στα μεγαλοκαταστήματα. Επιπλέον, ένας λόγος είναι και η σπανιότητα μιας έκδοσης αλλά αυτό δεν αποκλείει και την παραγγελία από το γειτονικό μαγαζί, γενικά όταν ξέρεις τι θες και το ζητάς οι «αλυσίδες» είναι ουσιαστικά άχρηστες. Προσωπικά, σε τέτοια μαγαζιά πηγαίνω μόνο όταν δεν ξέρω τι θέλω και διαλέγω εκείνη την ώρα. Κλείνει η παρένθεση.

Γράφουνε «απεργούμε για να μη δουλεύουμε ήλιο με ήλιο». Είναι απόλυτα δίκαιο και σωστό το αίτημα για μια πλειάδα εργαζομένων όλων των επαγγελματικών κατηγοριών, αλλά αποσιωπούν μια σημαντική παράμετρο: ήλιο με ήλιο δουλεύουν όλοι οι εργαζόμενοι εκτός από τους πωλητές και τους εμπόρους. Πράγμα που καταδεικνύει ότι αυτή η ανακοίνωση είναι άλλη μια τρύπα στο νερό, ο τυπογράφος λχ έχει ιδιωτική επιχείρηση και αυτός καθορίζει το ωράριο του ειδικά όταν έχει υφιστάμενους. Άρα, αυτή η πρόσκληση για απεργία αφορά αποκλειστικά και μόνο μερικές δεκάδες εργαζόμενων, που αντί να βρουν τρόπους να πιέσουν μια δεκάδα μεγαλομάγαζων επιχειρήσεων, συμπαρασέρνουν την οικονομία του εμπόριου βιβλίου χτυπώντας τους «μικρούς». Λένε, να μην αγοράσει κανείς τίποτα από κανένα βιβλιοπωλείο. Ο συνοικιακός βιβλιοπώλης φταίει τώρα; Τελικά αυτή απεργία αφορά μόνο τους υπαλλήλους των βιβλιοπωλείων, αλλά δεν μας λένε τίποτα τέτοιο ευθέως και σαφώς. Άρα;

Λένε τώρα το άλλο θεϊκό: Απεργούμε γιατί τα «παλάτια» και οι «αλυσίδες» καταστημάτων βιβλίου δε χτίζονται από την «δημιουργικότητα» και την «εργατικότητα» των αφεντικών μας, αλλά από την υπερεκμετάλλευση μας, τις χαμένες μας υπερωρίες, τα 600 – 700 ευρώ μισθό, τις πενιχρές αυξήσεις και τα ακριβά βιβλία. Απεργούμε για όλους ΕΜΑΣ. Κι όμως, αυτά τα «παλάτια» και οι «αλυσίδες» καταστημάτων βιβλίου χτίζονται με έναν καλύτερο τρόπο που αποδεικνύει ότι λειτουργούν με την άμεση συνέργεια των εκδοτών. Το ποσοστό των πωλήσεων που πάει στον συγγραφέα είναι 10% επί των πωλήσεων που η συνήθης οροφή τους είναι στα 2000 αντίτυπα. Αν κάνουν 1990 αντίτυπα, τα έσοδα τα κρατάει ο εκδότης. Ο εκδότης! Πόσο φταίει ο βιβλιοπώλης που ορίζει την τιμή σύμφωνα με την τιμολόγηση του εκδότη; Πουθενά, τόσο του δίνουν, τόσο κοστολογεί ανάλογα με το συμφέρον του. Έτσι, αν ένα βιβλίο έχει κόστος εκδότη, παράδειγμα, 16€ και το περιθώριο κέρδους του βιβλιοπώλη είναι 4€, οι «μεγάλοι» παίκτες θα πουλήσουν με 18€ και οι μικροί στην τιμή των 20€. Που τα είδανε λοιπόν τα «αντιασφαλιστικά μέτρα που προωθεί η κυβέρνηση με την πλήρη σύμπραξη ΣΕΒ- ΕΕ και ΠΑΣΟΚ»; Ποιοί είναι αυτοί οι περίφημοι εργαζόμενοι στο χώρο του βιβλίου; Αλλά είπαμε, να μην αγοράσει κανείς τίποτα από κανένα βιβλιοπωλείο. Το αυτί του εκδότη θα ιδρώσει; Επιστημονική φαντασία. Η απεργία γίνεται για άγρα μικροπολιτικών εντυπώσεων.

Για αυτό το λόγο είναι τραγικά γελοία η φράση: Απεργούμε για το βιβλίο. Ενάντια στην εργοδοτική – κυβερνητική λογική που θέλει το βιβλίο είδος πανάκριβο – απρόσιτο, μακριά από την πλειοψηφία της νεολαίας και των εργαζομένων. Μα αν γίνει πανάκριβο – απρόσιτο θα δείτε στον ασφαλιστικό ήλιο μοίρα… Η υπερτιμολόγηση υπάρχει παντού σε όλα τα προϊόντα, αλλά μη βαράμε άλλο το σαμάρι. Από τους εκδότες ξεκινάει το κακό.

Πριν καμιά εικοσαριά χρόνια ο γελοιογράφος Κώστας Μητρόπουλος έφτιαξε ένα εύστοχο σύνθημα: φόρος στο βιβλίο είναι φόρος στην σκέψη. Σήμερα μπορούμε να παραφράσουμε άνετα: απεργία (ψευδο)εργαζόμενων στο χώρο του βιβλίου, είναι απεργία στην σκέψη.

Γι αυτό, αν θέλουν να προωθήσουν την ψευδοϊδεολογία τους για να εξυπηρετήσουν το Κόμμα τους με γενικεύσεις και στρεψοδικίες, ας βρουν αλλού κορόιδα που τρώνε κουτόχορτο. Εμένα δεν με πείσατε. Αν θέλατε να κάνετε απεργία, να λέγατε με κάθε ειλικρίνεια: «οι υπάλληλοι στα μεγάλα σούπερ μάρκετ βιβλίων». Αν δεν σας αρέσουν και τα μισείτε, γιατί δέχεστε να δουλεύετε εκεί για να έχει πάτημα το Κόμμα να περιπαίζει άθλια τη νοημοσύνη μας;

Όταν ένα μπλογκ γίνεται βιβλίο: το παράδειγμα της Ψιλικατζού

Από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία που έχω διαβάσει φέτος, η Ψιλικατζού της Κωνσταντίνας Δελημήτρου ξεφεύγει εντελώς μακρυά από τον (ίσως και υποτιμητικό για κάποιους) χαρακτηρισμό «ένα μπλογκ που έγινε βιβλίο». Πρόκειται για ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί ως πρόσχημα το μπλογκ για να αναπτύξει τη λογοτεχνική του ταυτότητα με χαρακτηριστικές αφηγηματικές τεχνικές. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο της Δελημήτρου είναι διπλό, το μισό αποτελείται από τα κείμενα που αναρτά δημόσια και το άλλο μισό, με τις εμβόλιμες παραθέσεις ανάμεσα στα post, ένα ημερολόγιο για την προσωπική της περιπέτεια.

Η τεχνική αυτή δεν είναι πρωτόγνωρη, μα το χαρακτηριστικό είναι ότι βρήκε μία από τις καλύτερες εφαρμογές της στην Ψιλικατζού. Δεν γνωρίζω σε πόσο βαθμό διατηρούσε η Δελημήτρου με συνέπεια τα προσωπικά της κείμενα, αλλά η γραμμικότητα της αφήγησης σε συνεργασία με τα post υποψιάζουν ότι τα έγραψε παράλληλα, εξ ου και η πολύ καλή συνοχή τους. Αν δίνω κάποιο βάρος στις λογοτεχνικές αρετές του κειμένου είναι γιατί η Δελημήτρου ξεφεύγει από τον κανόνα(;) «καλό μπλογκ, άξιο για έκδοση» κι αυτονομεί το συγγραφικό ταλέντο της από τη διαδικτυακή κατάθεση.

Βέβαια, συνεργούν μεταξύ τους αυτά επειδή το διαδίκτυο έδωσε το βήμα και την υποστήριξη σε τέτοιου είδους γραφές, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως το βιβλίο είναι «μπλογκ», αντίθετα η ιστογραφή λειτουργεί σαν το «υλικό» μέσο της γραφής: μέχρι πριν λίγα χρόνια το υλικό ήταν το χαρτί, σήμερα είναι το διαδίκτυο. Φυσικά με την εμφανή διαφορά τους πως το δεύτερο εκτίθεται σε κοινή θέα, όμως το προσωπικό της βίωμα ανήκει καθαρά στο πρώτο σκέλος.

Έτσι, αυτή η διττότητα του βιβλίου εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο τις προθέσεις της Δελημήτρου να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη εικόνα των προσωπικών βιωμάτων της. Θα έλεγα ξεκάθαρα πως αν το βιβλίο αποτελούνταν μόνο από τις περιπέτειες της στο ψιλικατζίδικο, θα έχανε πολύ και ως κείμενο και ως σκοπό έκδοσης. Η κυκλοφορία του θα εξαντλούνταν αναμεταξύ στις τάξεις των αναγνωστών που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο και ως εκ τούτου δεν θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Είναι αυτό που γράφω πιο πάνω, «ένα μπλογκ που έγινε βιβλίο». Πολύ καλά κείμενα μεν, αλλά χωρίς αυτό κάτι που θα απογείωνε την έκδοσή τους.

Κι εδώ κάπου προβληματίζομαι για όσα πολυσυζητημένα έχουν ειπωθεί για εκδοτικές προσπάθειες με ιστολόγια. Στην κοινωνία της πληροφορίας, μία αυτούσια μεταφορά διαδικτυακού υλικού σε έντυπη έκδοση δεν εξυπηρετεί σε τίποτε άλλο εκτός από το ανέβασμα του prestige. Πάντα ο διαδικτυακός λόγος θα έχει πολύ μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό όταν κι ο ίδιος ακριβώς λόγος μεταφερθεί σε χαρτί, τα μεγέθη, όπως και τα target group, είναι εντελώς διαφορετικά σε κάθε περίπτωση.

Το κυριότερο όμως ζήτημα για μία έκδοση είναι αν ο χαρακτήρας και ο προσανατολισμός ενός ιστολόγιου αξίζουν για έκδοση. ‘Ενα ιστολόγιο που ασχολείται με την επικαιρότητα είναι σχεδόν δύσκολο να εκδοθεί, η μόνη περίπτωση για να γίνει αυτό είναι για λόγους αρχειοθέτησης (ως ντοκουμέντα) αλλά και ο κριτικός χαρακτήρας του. Σχολιασμοί προσώπων και πεπραγμένων της επικαιρότητας χάνουν, μακροπρόθεσμα, το ενδιαφέρον τους και δεν ενδιαφέρουν ιδιαίτερα το αναγνωστικό κοινών των βιβλίων. Εδώ μιλάμε πάντα για τα ιστολόγια κι όχι για βιβλία που εξαρχής γράφτηκαν για να γίνουν βιβλία.

Ιστολόγια που προσανατολίζονται σε λογοτεχνικές βλέψεις μπορούν να εκδοθούν, με την έννοια που όταν αυτά γράφονται τμηματικά κι όχι παρουσιασμένα ως καθεαυτό βιβλία. Εκεί είναι εντελώς διαφορετική η αντιμετώπισή τους και οι έξυπνοι εκδότες μπορούν να παρακολουθούν μπλόγκερς για τους οποίους ενδιαφέρονται. Αλλά η αποσπασματική συνοχή αυτών των διαδικτυακών κειμένων είναι πολύ συνηθισμένη και γίνεται αποτρεπτική η έκδοσή τους. Ο μόνος τρόπος για να εκδοθούν είναι μια εκ βάθρων ανασύνταξη των κειμένων. Με απλά λόγια, να ξαναγραφτούν όλα από την αρχή ή να επιλεγούν κάποια συγκεκριμένα post που να εξυπηρετούν στην αναγνώριση κάποιων ιδιαίτερων χαρισμάτων του συντάκτη τους αλλά και με την εξειδίκευσή του σε έναν τομέα (όπως έτσι θα γίνει σύντομα με την έκδοση του Αθήναιου απ’ ότι έχω καταλάβει σε κάποιο post του). Τα copy-paste κάνουν κακό όταν γίνονται χωρίς επεξεργασία.

Το βιβλίο της Δελημήτρου έρχεται να προτείνει ένα τρίτο τρόπο. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ αν είναι προσωπικό ή επιστημονικό το ιστολόγιο της, αλλά η εκτέλεση της ιδέας. Συγχώνευσε κατά ιδανικό τρόπο δύο εκφάνσεις, το δημόσιο και τον ιδιωτικό λόγο της, προσφέροντας ένα αποτέλεσμα που πόρρω απέχει από το να χαρακτηριστεί ως «ένα ακόμα μπλογκ που εκδόθηκε σε βιβλίο». Το συγκεκριμένο βιβλίο που κρατάω στα χέρια μου δεν είναι ιστολόγιο κι ούτε από ιστολόγιο επειδή δεν αντιμετωπίστηκε ως μία ακόμη ευκαιρία για την εκμετάλλευση του φαινομένου του blogging. Δεν έχει να κάνει με το αν γράφτηκε σε χαρτί ή στο ιστολόγιο της. Αλλά με την αυτονομία αυτή που δεν εξαρτάται από τους εννοιολογικούς και τους τεχνικούς ορισμούς και προσανατολισμούς της ιστολογικής γραφής. Είναι ένα καθαρό βιβλίο.

__________________________________

Είχα γράψει και δύο παραγράφους επιπλέον για τον προσωπικό χαρακτήρα του βιβλίου, αλλά είδα ότι ο Άρης Δαβαράκης με κάλυψε πολύ καλύτερα και γι αυτό τον δίνω ως παραπομπή.

Μεταφράσεις: ποικιλία και απομονωτισμός

Μετακόμισε στην wordpress.com η καλή μου φίλη Mauve_All και εγκαινίασε τον τόπο της με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο για τις μεταφράσεις λογοτεχνίας στην Αμερική και την Αγγλία. Αξίζει να το διαβάσετε, τα στοιχεία που παραθέτει σοκάρουν, στην Ελλάδα είμαστε τελικά πολύ τυχεροί. Διαβάστε και θα καταλάβετε γιατί.

Percival Everett: Το Σβήσιμο

Στο ρατσισμό, τον πουριτανισμό, το politically correct, τον καταναλωτισμό, τη λογοτεχνία, την κριτική, τους εκδοτικούς οίκους, το μηχανισμό των best seller και τελικά στις ΗΠΑ αναφέρεται ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ μου, από έναν αφροαμερικανό συγγραφέα με το “άρειο” όνομα Percival Everett. Κοφτερή γραφή, γρήγορη κι εντελώς αυτοσαρκαστική, εστιάζει στην παθογένεια του ήρωα συγγραφέα Θελόνιους “Μονκ” Έλισον να ξεφύγει από τον αποπνιχτικό ιστό του οικογενειακού, λογοτεχνικού και κοινωνικού περίγυρου που του επιβάλλει νόρμες τις οποίες δεν αποδέχεται. Ο Θελόνιους “Μονκ” Έλισον βγάζει βιβλία που ελάχιστα διαβάζονται αλλά “αναγνωρίζονται” από ένα στενό κύκλο διανοούμενων τους οποίους απεχθάνεται για την κενότητα, τη μωροφιλοδοξία και την αλαζονεία τους. Παράλληλα, η κατάσταση της οικογένειας του στροβιλίζεται μέσα σε διενέξεις, αποκαλύψεις, αρρώστιες και θανάτους με αποτέλεσμα να νιώσει έντονη απόγνωση και επιθυμία για ματαιοπονία και φυγοπονία. Είναι δύσκολο να ορίσουμε εδώ ποιο είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου με τις τόσες παράλληλες, αλλά καθόλου κουραστικές, αναγνώσεις, μα ο βασικός άξονας αναφοράς είναι ο ήρωας: και κατ’ επέκταση, με την πειστικότητα στην σκιαγράφηση του χαρακτήρα και τη χρήση του α’ προσώπου, ο Θελόνιους “Μονκ” Έλισον μοιάζει με alter ego του Everett.

Το Σβήσιμο είναι καθαρά ένα βιβλίο πειραματικής γραφής. Σχεδόν το ένα πέμπτο του έργου αποτελείται από ένα άλλο βιβλίο το οποίο ο Έλισον γράφει αηδιασμένος μετά την απίστευτη επιτυχία ενός παραλογοτεχνικού κατασκευάσματος μιας αφροαμερικάνας, που διαδραματίζεται -που αλλού- στα γκέτο των μαύρων. Ο Έλισον συνθέτει ένα ακόμη πιο παρανοϊκό κατασκεύασμα για να το προωθήσει μέσω του ατζέντη του με ψευδώνυμο και έκπληκτος διαπιστώνει στην πορεία ότι το έργο του αποθεώνεται ως αριστούργημα και πληρώνεται με δικαιώματα αντάξια ενός best seller. Κι ενώ θα ‘πρεπε να νιώθει ικανοποιημένος, αντίθετα θεωρεί την ανέλπιστη επιτυχία του υποτιμητική για την προσωπικότητά του. Σαν να αποκαλυπτόταν ότι ο Τζέημς Τζόυς έγραφε και ως Μπάρμπαρα Κάρτλαντ. Και σε όλο το Σβήσιμο υπάρχουν οξυδερκείς φανταστικοί διάλογοι μεταξύ πολιτικών, στρατιωτικών και καλλιτεχνών που ολοκληρώνουν στο Σβήσιμο τον ειρωνικό τόνο του ενάντια στο κατεστημένο του politically correct και του υπερκαταναλωτισμού. Ο Θελόνιους “Μονκ” Έλισον είναι μονίμως ηττημένος από τον κυνισμό του στην προσπάθεια να απεγκλωβιστεί από καταστάσεις, συμβάσεις και υποχρεώσεις. Όταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι του προτείνει να γίνει κουμπάρος τους, προσπαθεί να επινοήσει κάθε λογής δικαιολογίες να μην δεχτεί την πρόταση και τους απευθύνεται λέγοντας να πάρουν καλύτερα κάποιο φίλο τους. “Μα όλοι έχουν πεθάνει” του απαντούν αποστομωτικά. Την ώρα που επιδιδόταν σε σεξουαλική πράξη με την φίλη του, βλέπει έντρομος πάνω στο κομοδίνο το βιβλίο της μαύρης συγγραφέα που απεχθανόταν και ξενερώνει: τότε, παρατάει τη φίλη του και φεύγει. Και στο τέλος υποχωρεί μπροστά στην αναγνώριση και τη διασημότητα: η ήττα του βρίσκεται στο ότι ήθελε να αναγνωριστεί ως μεγάλος συγγραφέας αλλά τελικά το “κακό” βιβλίο του είναι αυτό που θέλει το αναγνωστικό κοινό του.

Το Σβήσιμο δεν είναι ακριβώς ένα βιβλίο με πλοκή, αντίθετα τη χρησιμοποιεί ως πρόσχημα για να στηλιτεύσει ο Everett την πορεία της λογοτεχνίας μέσα από καλούπια και στερεότυπα: πρόκειται για ένα έργο αντι-δημιουργικής γραφής, σε αντίθεση με τη δημιουργική γραφή που την αποτελούν τα best seller. Δεν υπάρχει ισορροπία στο Σβήσιμο, όλα κινούνται ανάλογα με τις διαθέσεις και τον χαρακτήρα του Θελόνιους “Μονκ” Έλισον. Είναι ένα βιβλίο σχεδόν παραληρηματικό, σχεδόν αυτόματη γραφή, σχεδόν “καλό”, σχεδόν “κακό”, σχεδόν σοβαρό, σχεδόν σάτιρα. Υπάρχει εκεί μέσα ένας αφορισμός-κλειδί που σχηματίζει τις προθέσεις του βιβλίου: “όλες οι προτάσεις είναι ίσης αξίας”.

Κι αυτό που αποκτά ίση αξία με ένα άλλο, τότε σβήνει η έννοια της διαφορετικότητας και της ποικιλίας.

____________________________

Percival Everett: Το Σβήσιμο, εκδόσεις Πόλις, σελ 341, μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου

Σχετικό ποστ για την Αμερικανική Έρημο του ιδίου συγγραφέα: Librofilo