Η Ρίτα Μπούμη-Παπά, σύζυγος του ποιητή Νίκου Παπά, σήμερα έχει μάλλον τοποθετηθεί στη σειρά αυτών που τείνουν να ξεχαστούν. Όμως είχε αφήσει σημαντική λογοτεχνική παραγωγή και μεγάλο μεταφραστικό έργο. Καθώς στο διαδίκτυο υπάρχουν λίγα δείγματα της δουλειάς της, στο τέλος του ποστ βάζω μερικά ενδεικτικά λινκ, διάλεξα ένα διήγημά της με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου που αναπαριστά το ιδιαίτερο κλίμα κατά τους πρώτους μήνες της ιταλογερμανικής κατοχής στην Αθήνα.

Τη εποχή που γράφει η Ρίτα Μπούμη-Παπά, Ιούλης του 1941, δεν είχαν ξεκινήσει καλά καλά να οργανώνονται οι πρώτες αντάρτικες ομάδες, μόλις στις 31 του Μάη ο Γλέζος με το Σάντα κατέβασαν τη ναζιστική σημαία· έτσι η δημόσια αποδοκιμασία των κατακτημένων εκφραζόταν με σκωπτικούς τόνους, από τη συμπεριφορά απέναντι στους Ιταλούς – στην αρχή πολύ λιγότερο στους Γερμανούς – μέχρι τα γκράφιτι στους τοίχους των κτιρίων. Αυτή η αντίδραση ήταν αναμενόμενα ενδεδειγμένη αμέσως μετά το αρχικό σοκ της κατάληψης της Αθήνας καθώς το αλβανικό έπος είχε καταρρακώσει το ηθικό της ιταλικής στρατιάς. Ο Σόλωνας Ν. Γρηγοριάδης περιγράφει χαρακτηριστικά το κλίμα κατά τους πρώτους μήνες της κατοχής:
Πώς όμως οι Έλληνες αντιμετώπισαν την υπαγωγή της ηπειρωτικής Ελλάδας στην ιταλική διοίκηση; Η δυσφορία και η αγανάκτησή τους ήταν μεγάλη και την εκδήλωναν με περιφρόνηση και χλευασμό κατά των νέων αρχών, και ιδίως κατά των Ιταλών που έφεραν στολή. Έδειχναν μάλιστα διάκριση προς τους Γερμανούς, οι οποίοι δεν έκρυβαν την ικανοποίησή τους· και συχνά εθεώντο να παρακολουθούν γελώντας σκηνές ελληνικής «πρόγκας» κατά των Συμμάχων τους, που η επωδός της ήταν η πασίγνωστη τότε «μπράβο Κολονέλλο». Αυτά, όμως, συνέβαιναν στην αρχή. [1]
Tο ημερολόγιο του υπουργού Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο απεικονίζει, λίγο αργότερα, αυτή την κατάπτωση στο ιταλικό ηθικό σε ιδιαίτερα πικρόχολο τόνο μπροστά στο διαφαινόμενο μεγάλο λιμό. Γράφει στις 11-10-1941:
Ο Γκίτζι εξέθεσε εντίμως στο Ντούτσε την κατάσταση στην Ελλάδα που μπορεί να συνοψισθεί στη λέξη: πείνα. Όλες οι συνέπειες είναι δυνατές, από τις επιδημίες ως τις άγριες εξεγέρσεις εκείνων που ξέρουν ότι τώρα πια δεν έχουν τίποτε να χάσουν. Κάτι θα γίνει. Ο Μουσολίνι διέταξε να σταλούν αμέσως 75.000 κουιντάλια σιταριού. Είναι πολύ μικρό ποσό για τις ανάκγες του Νοεμβρίου. Αλλά δεν είναι δυνατό να γίνει τίποτε περισσότερο. Και οι Ιταλοί σφίγγουν τη ζώνη τους ως την τελευταία τρύπα, εκείνη που αποκαλούν «τρύπα του Μουσολίνι». [2]
Το διήγημα της Μπούμη-Παπά περιέχεται στον έκτο τόμο της Ιστορίας της Αντίστασης 1940-45, εκδόσεις Αυλός. Υποθέτω ότι προέρχεται από τη συλλογή της Όταν πεινούσαμε και πολεμούσαμε – Διηγήματα (1941-1945). Αθήνα, Τύμβη, 1975.

«ΑΕΡΑ!»
Ιούλιος 1941. Στην Αθήνα. Στο σπίτι της οδού Ηπείρου 8, κατοικούν σ’ ένα δωμάτιο ενοικιασμένο η Ρίτα Μπούμη κι ο Νίκος Παπάς, ύστερα από την έξωσή τους από το ξενοδοχείο που έμεναν, και οι Γερμανοί, μπαίνοντας στην Αθήνα, επίταξαν. Το δωμάτιο είχε και μπαλκόνι στο δρόμο. Απέναντι, σ’ ένα μεγάλο σπίτι, αφού διώχτηκαν οι ένοικοί του, που τ’ άφησαν κλαίοντας, Οι Γερμανοί, λίγο αργότερα, εγκατάστησαν μια ιταλική μονάδα Στρατιωτικού Κινηματογράφου, που διοικούσε ένας πανύψηλος ξερακιανός υπολοχαγός με γένι.
Την εγκατάσταση των Ιταλών στην Αθήνα δε μπορούσε να την ανεχτεί ο αθηναϊκός λαός που ακόμα τραγουδούσε στους δρόμους ή σφύριζε το αγαπημένο του τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι»… Στην πρώτη εμφάνιση των Ιταλών στρατιωτών, ο κόσμος σφύριζε αποδοκιμαστικά και φώναζε «αέρα!». Είδα μαθήτριες Γυμνασίου στην Πατησίων να γιουχαΐζουν τους βερσαλιέρους που στα κράνη τους έχουν φτερά: «Κικιρίκου! κικιρίκου!» τους φώναζαν και τους ντρόπιαζαν. Οι τοίχοι των σπιτιών της Αθήνας είχαν γεμίσει από γραμμένη τη λέξη «αέρα!», το θρυλικό σύνθημα των εξορμήσεων του ελληνικού στρατού, και που το γνώριζαν καλά οι Ιταλοί από την Αλβανία.
Στο κτίριο όπου είχε στεγαστεί ο Ιταλικός Στρατιωτικός Κινηματογράφος κ’ είχαν κουβαληθεί ένα σωρό μηχανήματα, υπηρετούσαν καμιά δεκαριά στρατιώτες κι ένας υπαξιωματικός που είχε φαίνεται υπηρετήσει στη Ρόδο, αν δεν ήταν και γνήσιος Ροδίτης, πού μιλούσε τα ελληνικά σαν κι εμάς. Αυτός ο τελευταίος, όταν ξημερώνοντας έβλεπε γραμμένη στους τοίχους του καταυλισμού τους τη λέξη «αέρα!», γινόταν έξω φρένων και βλαστημώντας ελληνικώτατα Χριστούς και Παναγίες, έβαζε ένα στρατιώτη να σβήσει τη λέξη με νερό και σφουγγάρι.
Μια φορά απ’ τις τόσες πού πλενόταν ο τοίχος, ο φαντάρος τόλμησε να πει:«Μα περκέ, σινιόρ σερτζέντε;» Νον φα νιέντε…» (Μα γιατί κύριε επιλοχία… Δεν πειράζει…), ο υπαξιωματικός τον επιτίμησε με βάναυση γλώσσα.
Ένα ζεστό απόγεμα, καθόμουνα στο μπαλκόνι με μια δασκάλα συγκάτοικο στο ίδιο σπίτι, Ηπείρου 8, και κρυφοκουβεντιάζαμε για την κατάσταση. Απέναντι, στον κιτρινωπό και ξεθωριασμένο από τα σβησίματα τοίχο, είχε πάλι γραφτεί με κάρβουνο η τρομερή λέξη «ΑΕΡΑ!», που αληθινά εμψύχωνε κάθε περαστικό που την έβλεπε. Ο υπαξιωματικός πληροφόρησε το διοικητή και, αυτή τη φορά, αντί να κατεβεί ο φαντάρος με τον κουβά και το σφουγγάρι, κατέβηκε φοβερά εκνευρισμένος ο υπολοχαγός και άρχισε να βηματίζει πεισματικά στο πεζοδρόμιο, σφίγγοντας με λύσσα τη λαβή του μαστιγίου του.
Σε μια στιγμή περνούν δυο νεαροί ντυμένοι «της κούτας» με τ’ άσπρα «γκάντι» κουστούμια τους, σωστοί γαμπροί που λέει ο λόγος.[3] Οι νέοι έριξαν μια ματιά στην πελώρια μαύρη λέξη, κρυφοχαμογέλασαν, δίχως να σταθούν. Ο αξιωματικός, ερεθισμένος πρωτ’ απ’ όλα από την εμφάνισή τους (ή πείνα δεν είχε αρχίσει ακόμα), αλλά και από τη χαρά που ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα των νέων, αγρίεψε και βρίζοντάς τους ιταλικά με τις πιο πρόστυχες λέξεις, τους σταμάτησε. Ταυτόχρονα φώναξε: «Πιέτρο!» Σε μισό δευτερόλεπτο κατέβηκε ο ελληνομαθής σερτζέντε, κι ενώ ο διοικητής του ούρλιαζε, αυτός διαβίβαζε ελληνικά τις διαταγές του στα δυο παλικαράκια.
— Βγάλτε αμέσως τα σακάκια σας!
— Για ποιό λόγο;
— Για να καθαρίσετε μ’ αυτά τον τοίχο!
— Μα…
Το μαστίγιο του υπολοχαγού σηκώθηκε κ’ ή πρώτη καμουτσικιά σφύριξε, μετά ή δεύτερη, ή τρίτη. Σκαμπίλια. Κλωτσιές.
— Βγάλτε τους τα σακάκια! — ούρλιαζε ο τενέντες. Οι στρατιώτες προσπαθούσαν να τούς ξεντύσουν με τη βία. Ο συναγμένος κόσμος αποδοκίμαζε. Πάλευαν να γδύσουν τα παιδιά. Τα ξέσχισαν. Τότε μ’ ένα βρισίδι, ο Πιέντρο, πιο πολύ για να ικανοποιήσει το διοικητή του, έτριψε τον τοίχο. Τον άλλο, τον κρατούσε χάμω η μπότα του αξιωματικού. Ένας δικός μας αστυφύλακας προχώρησε και με διάκριση ρώτησε «τι συμβαίνει» σα να μην έβλεπε τι γινόταν. Ούτε σημασία του ’δωσαν.
Δεν άντεξα άλλο. Ορμώντας απ’ το μπαλκόνι με φόρα να πέσω πάνω του, φώναξα με φωνή που θ’ ακούστηκε στην Ομόνοια:
— Bestia! Vigliacco! (Κτήνος! άνανδρε!) Γιατί χτυπάτε τα παιδιά με τέτοιο βάρβαρο τρόπο;
Ό υπολοχαγός ξαφνιάστηκε που μια γειτόνισσά του τον επιτιμούσε έτσι αυστηρά στη γλώσσα του. Σάστισε.
— Μα δε βλέπετε λοιπόν τί γράφουν; — μου είπε, ζητώντας σύμμαχο.
— Αλλά δεν το ‘γραψαν Οι νέοι αυτοί! Αν το ‘γραφαν δε θα περνούσαν από μπροστά σας.
— Πρέπει κάποιος να τιμωρηθεί!
— Αυτό το κάνουν μονάχα οι άνανδροι! Ντροπή!
— Κλείστε το στόμα σας!
— Όχι, δεν το κλείνω! Σάς ξευτελίσαμε στην Αλβανία! Σάς πιάναμε κατά χιλιάδες αιχμαλώτους. Τώρα σας φέρανε οι Γερμανοί, για να μας κάνετε το γενναίο στην άσφαλτο!
— Θα το κλείσεις το στόμα ή όχι;
Και βγάζει την ίδια στιγμή απ’ την τσέπη του ένα πιστόλι και το κατευθύνει στο μπαλκόνι. Μας σημάδευε. Η δασκάλα τρύπωσε μέσα, ο κόσμος φώναζε «Μη! μη!» και ο αστυφύλακας άφωνος δεν ήξερε τι να κάνει.
Εγώ συνέχιζα να τον πολυβολώ με βαριές λέξεις.
— Θα σε πυροβολήσω!
— Έ, λοιπόν πυροβόλησε, αν είσαι άνδρας! Τί κάθεσαι;
Έτρεμα… Περίμενα να με χτυπήσει.
Και όμως, όχι. Ό Ιταλός πτοήθηκε. Έσκυψε το κεφάλι, ξανάβαλε το πιστόλι στην τσέπη και μπήκε μέσα στον καταυλισμό, και πίσω του ένας ένας όλοι οι στρατιώτες. Ο κόσμος σχολίαζε, ρωτούσαν ποια είμαι, κι ο αστυφύλακας ζητούσε να τους διασκορπίσει.
Για ν’ αποφύγω τα μάτια των συναθροισμένων, μπήκα μέσα στο δωμάτιο, ρίχτηκα στην πολυθρόνα και ξέσπασα σε γοερό κλάμα.
Κάτω στο ισόγειο, ο αστυφύλακας έπαιρνε τα στοιχεία μου από τη σπιτονοικοκυρά μου, κυρά Πηνελόπη…
Αθήνα, Ιούλιος 1941
_____________________________________________
[1] Σόλων Ν. Γρηγοριάδης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, έκδοση της Κ. Ελευθεροτυπίας.
[2] Ιωάννης Ε. Γκίκας, Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, εκδ. Εστία.
[3] Το «κουστούμι γκάντι» αναφέρεται στο χαρακτηριστικό κολάρο των Ινδών στην εποχή του Γκάντι, εδώ μια φωτογραφία.
_____________________________________________
Ενδεικτικά έργα της Μπούμη-Παπά στο διαδίκτυο:
Το Λαθραίο Ταξίδι στον ιστότοπο του Σαραντάκου.
Τέσσερα Ποιήματα στο Ποιείν.
Ένα χαρακτηριστικό αυτοβιογραφικό απόσπασμα από το ιστολόγιο k-m autobiographies.
Τα γράμματά σου από το ιστολόγιο Allilografia.
Κι άλλα ποιήματα από το φόρουμ του Translatum.
Μια σύντομη εργοβιογραφία από το στοιχειωμένο ΕΚΕΒΙ.
Η φωτογραφία της Μπούμη-Παπά με τον Κάρλο Λέβι σκαναρίστηκε από την έκδοση τσέπης Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι του Λέβι, εκδ. Οδυσσέας. Η φωτογραφία της ιταλικής παρέλασης προέρχεται από το βιβλίο του Γρηγοριάδη ενώ το πορτραίτο της βρέθηκε στο k-m autobiographies.