Οι εννοιολογικοί ανασκολοπισμοί ενός “αρχαιοελληνικού” ρητού και μιας παρερμηνευμένης λέξης

Με αφορμή το προπερασμένο γλωσσικό σημείωμα, θυμήθηκα την περίπτωση του ρητού “νους υγιής εν σώματι υγιεί”. Κι εδώ η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε παιδιόθεν, πως το ρητό αυτό αποτελεί κληροδότημα των αρχαίων Ελλήνων.

Κι όμως, αυτό είναι… λατινικό κι ανήκει στον σατιρικό ποιητή Ιούνιο Ιουβενάλη (60 – 127 μΧ). Στο έργο του Σάτιρες μνημονεύεται η φράση “orandum est ut sit mens sana in corpore sano” δηλαδή “νους υγιής εν σώματι υγιεί”. Γιατί όμως σατιρική αυτή η φράση;

Ο Ιούνιος Ιουβενάλης, όπως λέει ο φιλόλογος Φαίδωνας Μαλιγκούδης, “στηλιτεύει την αδυναμία του ανθρώπου να ξεχωρίσει το σωστό και πολλές φορές προσεύχεται στους θεούς, ζητώντας υλικά αγαθά, δόξα, και πολιτική ισχύ, που δεν τον οδηγούν τελικά στην ευτυχία. Οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να ζητούν με προσευχές από τους θεούς παρά να τους χαρίζουν ένα υγιές μυαλό και ένα υγιές σώμα”.

Η επιλεκτική αποκοπή αυτής της φράσης για τη χρησιμοποίησή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 και το ανερυθρίαστο ρατσιστικό πανηγυράκι των Ολυμπιακών του Βερολίνου του 1936, με την αρωγή του ναζί, που τον έχουμε και προτομή ως ευεργέτη(!!!) της εθνικής μας παλιγγενεσίας, Carl Diem, νόθευσε την αρχική σκοπιμότητα της φράσης με αποτέλεσμα, από το πολύ βλακόχορτο που μας ταΐζουν επί ένα αιώνα, να θεωρούμε το ρητό ως πολύτιμη “αρχαιοελληνική” κληρονομιά. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα.

Και με την ευκαιρία, μια λεπτομέρεια. Άλλο “σάτιρα” κι άλλο “σάτυρα”. Όπως αντιγράφω από το λεξικό του Τεγόπουλου-Φυτράκη, με απόλυτη σαφήνεια λέει:

σάτιρα (η) ουσ. [ λατιν satira – satura] έμμετρος ή πεζός λόγος που τονίζει καυτηριάζει, με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά, ελαττώματα και ατέλειες.
σατυρικός, -ή, -ό επίθ. [ αρχ σατυρικός – Σάτυρος (=σύντροφος του Βάκχου)] ο του Σατύρου, που ταιριάζει σε Σάτυρο || (λογοτ) σατυρικό δράμα, το ενδιάμεσο μεταξύ τραγωδίας και κωμωδίας δράμα με χορό αποτελούμενο απο Σατύρους.

Από το ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, αντιγράφω:

σάτιρα η [sátira] O27 : 1. ποιητικό είδος της λατινικής γραμματείας, με σκωπτικό περιεχόμενο: H ~ του Λουκήλιου / του Πετρώνιου. 2. λογοτεχνικό είδος που διακωμωδεί με δηκτικό τρόπο τα δημόσια ή ιδιωτικά ήθη, χαρακτήρες ανθρώπων ή καταστάσεις. || καλλιτεχνικό έργο που ανήκει στο είδος της σάτιρας: Πικρή ~. Πνευματώδης ~. [λόγ. ιταλ. satira – λατ. satira]
σατυρικός -ή -ό [satirikós] E1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Σάτυρο: Σατυρικό δράμα, ένα από τα είδη του αρχαίου δράματος, συνήθ. το τέταρτο δράμα μιας τετραλογίας, του οποίου ο χορός αποτελούνταν από Σατύρους και είχε σκωπτικό χαρακτήρα. [λόγ. αρχ. Σατυρικός]

Ούτε το λεξικό του Δημητράκου δεν λέει κάτι το διαφορετικό, ενώ ο Σταματάκος σαφώς και δεν παρουσιάζει αποκλίσεις από τα προλεγόμενα.

Στην ουσία, η λέξη “σάτυρα” δεν υπάρχει στα λεξικά! Εδώ φαίνεται πως το χεράκι το έχει βάλει και η προκατάληψη της Εκκλησίας που εξισώνει την σάτιρα με τους σάτυρους. Διότι οι μεν σάτυροι μπορεί να έχουν τον χαρακτηρισμό των ασελγών και λάγνων αλλά ο συσχετισμός με τη σάτιρα είναι άδικος όσο κι ανακριβής. Συν τοις άλλοις, φαίνεται πως η γλωσσική μεταφορά του σατύρου στα λατινικά σε satura > satira προκάλεσε μια όχι ασυνήθιστη νοηματική μετάπτωση που την πήρε πίσω στα ελληνικά ως αντιδάνειο η Εκκλησία και την εγκαθίδρυσε με όλες τις αρνητικές έννοιες που ήθελε να προσάψει, αφού είναι γνωστή κι εύλογη η σκοταδιστική απέχθεια της για κάθε μορφή κριτικής και σάτιρας.

7 σκέψεις σχετικά με το “Οι εννοιολογικοί ανασκολοπισμοί ενός “αρχαιοελληνικού” ρητού και μιας παρερμηνευμένης λέξης

  1. Με τη διαφορά ότι το λατινικό satura, satira δεν είναι δάνειο από το ελληνικό Σάτυρος, δεν έχουν ετυμολογική σχέση, οπότε και το σάτιρα δεν είναι αντιδάνειο.

    νσ.

  2. Ναι, δεν είναι αντιδάνειο η σάτιρα, η ομοιότητα satura/σάτυρος είναι συμπτωματική. Όμως βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το εύρημά σου, teleologike. Και σκέφτομαι τώρα ότι πολλά ευρέως και μη διαδεδομένα γνωμικά ξεκινάνε από σατιρικά κείμενα ή από την Νέα Κωμωδία (από τον Μένανδρο και τους Ρωμαίους), από ένα συγκείμενο όπου είχαν κάποιο λειτουργικό ρόλο και συγκεκριμένη αναφορά, ενώ ο ηθικοδιδακτισμός των μεταγενεστέρων τα απομόνωσε, τα υπεργενίκευσε και τα έκανε ενοχλητικές καραμέλες, από αυτές που κάνουν το «κλασικό» και τα παράγωγά του να φέρνουν φαγούρα και χασμουρητό.

  3. Τότε από που βγαίνει το satura > satira; Δεν νομίζω ότι είναι τόσο τυχαία η ομοιότητα με τον Σάτυρο, επειδή είναι εύλογη η σκέψη να θεωρήσουμε πως η προέλευση της σάτιρας μπορεί να είναι ακριβώς από το ελληνικό σατυρικό δράμα επειδή προφανώς είχε παραπλήσια (ή εν σπερμάτι αν θέλετε) σκοπιμότητα με την κυρίως ειπείν (λατινική) σάτιρα. Πάντως σηκώνω τα χέρια μου ψηλά εδώ, δεν καταλαβαίνω γιατί τέτοια σύμπτωση.

  4. Ο Ροΐδης, το 1856, έγραψε πως, «ο σατυριστής, ποιητής, ή πεζογράφος είναι ο ηθικός εισαγγελέας της κοινωνίας του. Η δικαιοδοσία του αρχίζει απο εκεί όπου η δικαιοδοσία του νομικού εισαγγελέα παύει».
    Και συνέχισε λέγοντας πως, «ο νομικός εισαγγελέας καταδιώκει τις κακίες που προβλέπονται απο το νόμο. Ο σατυριστής καταδιώκει τις λοιπές κακίες όσες ο νομοθέτης δεν έθεσε κάτω απο την επαγρύπνηση του εισαγγελέα του. Έτσι, και οι δυό τούτοι εισαγγελείς καταδιώκουν τα στραβά της κοινωνίας, καθένας μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας του. Και οι δυό τούτοι εισαγγελείς γίνονται φοβεροί στην κοινωνία εκείνη όπου εξασκούν το έργο τους. και οι δυό εκθέτονται στο μίσος εκείνων που αυτοί καταδιώκουν, αλλά με τη διαφορά που ο ένας είναι ασφαλής κάτω απο την προστασία της εξουσίας, ενώ ο άλλος εκθέτεται στην ευθύνη όπου ο νόμος του, επιβάλει. Το έργο επομένως του ηθικού εισαγγελέα είναι δυσχερέστερο απο το έργο του νομικού, αλλ’είναι και υψηλότερο και αξιοτιμότερο, καθώς εξασκείται αυθόρμητα κι αυταπάρνητα προς όφελος της κοινωνίας, με κίνδυνό του και με κάθε είδος ζημιάς του, επειδή καθένας, αν και κατακρίνει την κακία των άλλων, αγαπάει όμως την δική του κακία και μισεί τον κατακριτή του.
    Τέτοια είναι η φύση των πραγμάτων. Καθένας θαυμάζει το θαρραλέο που αρνείται τον εαυτό του, που ορμάει απροφύλακτα ενάντια στην κακοήθεια των άλλων, αλλά τον σταυρώνει ή του δίνει το κώνειο, όπου του προσβάλει τη δική του κακοήθεια.
    Έτσι, κανένας προφήτης, κανένας σατυριστής δεν εκτιμήθηκε ποτέ στον τόπο του, αλλά μισήθηκε πάντα, διώχθηκε, καταστράφηκε. Βέβαια, αν μπορούσαν οι άνθρωποι να πλάθουν τον εαυτό τους όπως θέλουν, κανένας δε θάπλαθε τον εαυτό του σατυριστή, γιατί, σατυριστής θα πει ατυχής».

    Πρίν απο καιρό με είχες ρωτήσει απο ποιό νησί είμαι. Άργησα να ξανάρθω σπίτι σου, στο λέω τώρα. Δεν είμαι ακριβώς, μένω, τελευταία. Σαντορίνη.
    θα έρχομαι συχνότερα.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s